υμενίσκος

υμενίσκος
ο, Ν
μικρός λεπτός υμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + -ίσκος (πρβλ. τροχ-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υμένιο — το / ὑμένιον, ΝΑ [ὑμήν, ένος] λεπτός υμένας, υμενίσκος νεοελλ. 1. (μυκητ.) στρώμα που αποτελείται από ασκούς ή βασίδια και απαντά στους ανώτερους μύκητες, όπου επιστρώνει το ασκοκάρπιο στους ασκομύκητες ή το βασιδιοκάρπιο στους βασιδιομύκητες 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”